- πατρικώς
- πατρικῶς ΝΜΑβλ. πατρικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πατρικῶς — πατρικός derived from one s fathers adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
отьчьскы — (11) нар. 1.По отцовски, отечески: неѹтвьрженыимъ д҃шамъ. запрѣщениѥмь подобьныимь отьчьскы исцѣл˫аѥмъ. наказающе ˫а и цѣломѹдрьно жити ѹчаще. (πατρικῶς) КЕ XII, 68а; пропрѣтити тихъ хвалити наказа˫а и ни ѥдино добры(х) безмѣрствомь погубити. но… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
πατρικός — ή, ό / πατρικός, ή, όν, ΝΜΑ, αιολ. τ. πάτριχος Α [πατήρ, πατρός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πατέρα (α. «πατρικό φίλτρο» β. «πατρική πρόσταξις», Αριστοτ.) 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους πατέρες, στους προγόνους, προγονικός,… … Dictionary of Greek